Υπόγεια Αίγινα: ο Μπουρδέχτης στον Άγιο Λεόντιο


«ΑΝΙΚΩΔΩΜΗΘΙ Ο ΠΑΝCEBTΩC ΝΑΟC ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΑΙΛΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΡΑ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΟΥ ΒΡΙΕΝΙ ΕΤΟΥC 1292/3»
Η βυζαντινή αυτή επιγραφή (ανορθόγραφη), διασώζεται σήμερα εντοιχισμένη στην κορυφή του κάστρου της Παλιαχώρας, νησιωτικής καστροπολιτείας της μεσαιωνικής Αίγινας, και αποτέλεσε την αρχή των αναζητήσεων που κατέληξαν στους θαλάμους και τις στοές ενός αξιόλογου διαχρονικού υπογείου έργου, αποκωδικοποιώντας ταυτόχρονα και την υπάρχουσα σχετική νεομυθολογία... 
 Ο Κωνσταντίνος Βρυέννιος βρέθηκε απροόπτως στην Αίγινα το 1237 επικεφαλής του πολεμικού πληρώματος ενός βασιλικού Δρόμωνα, απεσταλμένος από τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατατζή, με καθήκον να εμποδίσει τη μεταφορά του ακάνθινου στεφάνου του Ιησού από την Κωνσταντινούπολη στη Γαλλία. Το ιερό για τους βυζαντινούς κειμήλιο είχε πουληθεί στο Λουδοβίκο Θ΄ της Γαλλίας από τοκογλύφο στον οποίο είχε δοθεί ως ενέχυρο, ως έσχατη λύση για την οικονομική ενίσχυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Θα μεταφερόταν εκεί από συνοδεία τεσσάρων γαλλικών πλοίων, τα οποία ο Βρυέννιος έπρεπε να ακολουθήσει, αναζητώντας μια ευκαιρία να πάρει πίσω το ακάνθινο στεφάνι. Κατά την αναπόφευκτη συμπλοκή, ο Δρόμωνας βυθίστηκε, και ο Βρυέννιος βρέθηκε καταδιωκόμενος από τους Φράγκους, να βγαίνει στο Μαραθώνα της Αίγινας. Από εκεί, λέγεται πως φυγαδεύτηκε από το Λέοντα Ζυγομαλά μέσω υπόγειας στοάς που κατέληγε στην περιοχή της Παλιαχώρας, όπου μετά από χρόνια ο Βρυέννιος ανοικοδόμησε -επιστρέφοντας- το εκκλησάκι του Ταξιάρχη.



Μιχαήλ Αρχάγγελος (Ταξιάρχης), Παλιαχώρα 
 
  Άγιοι Θεόδωροι (Όμορφη Εκκλησιά)
 
Επίσης, η χτισμένη στα θεμέλια αρχαίου ιερού Όμορφη Εκκλησιά των Αγ. Θεοδώρων, με χαραγμένη επιγραφή που αναφέρεται σε ανακαίνιση του 1289, συνδέεται με το Λέοντα Ζυγομαλά, του οποίου το όνομα βρίσκεται χαραγμένο σε ένα άλλο σημείο της.
 
 
 «Λέων ο Σαγουμαλάς»
 
Στο βιβλίο «Μυστική Αθήνα & Αττική» όπου αναφέρεται η παραπάνω διήγηση, περιγράφεται και η εν λόγω υποτιθέμενη υπόγεια διαδρομή, ως γνωστή και συχνά χρησιμοποιούμενη μυστική δίοδος διαφυγής εκείνης της εποχής. Υποστηρίζεται πως το τούνελ διέθετε δύο ενδιάμεσες διεξόδους πριν να καταλήξει (;) στην Παλιαχώρα.  Η πρώτη ήταν «ένα άνοιγμα πίσω από θαμνόδεντρα μέσα σε ένα μεγάλο λάκκο, τον Μπουρδέχτη,  μια αρχαία δεξαμενή με πολλά σκαλοπάτια που έβγαιναν δίπλα στο ξωκλήσι του Αγ. Λεοντίου», και η δεύτερη στο Ναό της Αφαίας. Η υπόγεια διαδρομή (πάντα σύμφωνα με το βιβλίο) κατέληγε κάτω από το κάστρο της Παλιαχώρας, στο ιερό της εκκλησίας των Ταξιαρχών, την οποία κατασκεύασε εκ νέου ο Βρυέννιος κατά την επιστροφή του στην Αίγινα, όπως πληροφορεί και η εντοιχισμένη επιγραφή.
 
 
Από την επίσκεψη στην τοποθεσία και το εσωτερικό των υπογείων στοών και θαλάμων του Μπουρδέχτη, προκύπτει ότι η υπόγεια διαδρομή και προφανώς και το μεγαλύτερο μέρος της παραπάνω διήγησης, είναι επινόηση της φαντασίας του συγγραφέα! Δεν υπάρχουν ούτε σκαλοπάτια, ούτε ίχνος αποφραγμένου ανοίγματος, καμία υπόνοια συνέχειας των -περιορισμένης έκτασης- στοών τού κατά τα άλλα εκπληκτικού υπόγειου αυτού υδραυλικού έργου της Αίγινας, που βρίσκεται πράγματι στην ίδια τοποθεσία με το ξωκλήσι του Αγίου Λεοντίου. Μόνο που τότε, αυτό δεν είχε ακόμα κτιστεί!
 
 
Για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι το μοναστήρι του Αγίου Λεοντίου που υπήρχε από το 1403 στο παραθαλάσσιο χωριό Λεόντι, αποφασίστηκε να μεταφερθεί σε ασφαλέστερη θέση για να προφυλαχθεί από τις πειρατικές επιδρομές. Κατά τον τοπικό θρύλο, η νέα μονή θα χτιζόταν στην περιοχή του Μπουρδέχτη, αλλά «ότι έκτιζαν τη μέρα, το βράδυ γκρεμιζόταν». Τα εργαλεία τα έβρισκαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Μονή Χρυσολεόντισσας, όπου και ανεγέρθηκε τελικά κατά το 1600-1614, 650 μέτρα μακρύτερα από το αρχικό σημείο, στο οποίο έχτισαν το σημερινό εκκλησάκι του Αγίου Λεοντίου.
 
 
Πέτρινη πλάκα στην είσοδο του ιερού του Αγίου Λεοντίου. Κάλυμμα οστεοφυλακίου; 
 
Ένας άλλος θρύλος λέει πως καθώς μετέφεραν οι κάτοικοι από το Λεόντι την εικόνα της Παναγίας από το παλιό μοναστήρι, κατά μήκος της διαδρομής «η Παναγία ακούμπησε το χέρι της στο βράχο», αφήνοντας ένα σημάδι που ονομάστηκε «της Παναγιάς το χέρι». Στη θέση αυτή σήμερα ανάβει ένα καντηλάκι, τιμώντας την παλιά παράδοση.
 
Καθολική καμπάνα στη Μονή Χρυσολεόντισσας του 1700 (MDCC)

Εδώ, πριν περάσουμε στην περιγραφή και ανάλυση της πραγματικής υφιστάμενης υπόγειας κατάστασης στον Μπουρδέχτη, αξίζει να αναφέρουμε μερικές ελάχιστες αναφορές που υπάρχουν στη βιβλιογραφία και το διαδίκτυο για τις υπόγειες στοές του νησιού, οι οποίες μάλλον στάθηκαν αφορμή και για τη δημιουργία της παραπάνω επίπλαστης και -αν μη τι άλλο- “ιδανικής” διήγησης και υπόγειας περιήγησης. Ο Μενέλαος Τσικλίδης στο έργο του «Αττική, η μαγική γη», μάς μεταφέρει από το βιβλίο της Γεωργίας Κουλικούρδη για την Αίγινα, το “σκελετό” που αποτέλεσε τη “μαγιά” για τη δημιουργία του παραπάνω νεοελληνικού (παρα)μύθου: «Σύμφωνα με μια παράδοση (πληροφορία Τ. Πιτσιλού), μία σπηλιά -υπόγεια σήραγγα- άρχιζε από το Μαραθώνα και κατέληγε στην Παχιοράχη», ενώ κατά μια άλλη παράδοση «η Ανάκωλη, σπηλιά που είχε είσοδο στην πλαγιά του Παρλιάγκου κοντά στην Αφαία, έβγαινε στο μοναστήρι της Παναγίας, τρία χιλιόμετρα μακριά»… Ο αφηγητής λοιπόν δεν είχε παρά να συνδέσει τις δύο αυτές αναφορές, προσθέτοντας βέβαια και τη δική του πινελιά στο τέλος: «υπήρχαν διαδρομές υπόγειες στο νησί, που ένωναν το αρχαίο εμπορικό λιμάνι Μαραθώνας με την Παχιά Ράχη και από εκεί με τη Μονή Χρυσολεοντίσσης, και αυτή με τον ναό της Αφαίας. Από εκεί υπήρχε και μια διακλάδωση που έβγαζε στο ναό των Ταξιαρχών.»
 
Ναός της Αφαίας

Αυτές όμως οι αναφορές περί υπογείων περασμάτων και στοών στο υπέδαφος της Αίγινας, δεν είναι κατά βάση κατασκευάσματα μυθολογικής φύσεως εξ’ ολοκλήρου. Ακόμα και στη μυθοπλασία της Μυστικής Αττικής, ο “δημιουργός” θεώρησε “άδικο” να μην αναφέρει ότι κατά την υπόγεια διαδρομή του Βρυέννιου «πού και πού έκανε την εμφάνιση του κάποιο αυλάκι με νερό που έπρεπε να έρεε υπογείως», και ότι «το δροσερό και φρέσκο νερό που έτρεχε σε ένα μεγάλο αύλακα δίπλα από το μονοπάτι που ακολουθούσαν, ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό». Ο Τσικλίδης στο ίδιο βιβλίο του μεταφέρει την αναφορά του Κώστα Σταμάτη για το «εντυπωσιακό αρχαίο υδραγωγείο του νησιού»: «Καθώς γράφει ο Κ. Μοίρας, ολόκληρο το νησί ήταν σπαρμένο από υπόγειες στοές, που συγκέντρωναν τα νερά από όλα τα σημεία και τα οδηγούσαν στην κεντρική δεξαμενή […] στο χώρο της σημερινής Μητρόπολης», ενώ συσχετίζει με το υδραγωγείο και τις πιο πάνω παραδόσεις της Γ. Κουλικούρδη.
Η Αίγινα είχε ανέκαθεν ελλείψεις σε νερό λόγω περιορισμένων βροχοπτώσεων σε σχέση και με τον πληθυσμό της. Κατά την αρχαιότητα, υδρευόταν από τις χαρακτηριστικές στέρνες συγκέντρωσης ομβρίων και κυρίως υπογείων υδάτων (σουβάλες), φυσικές πηγές, και πηγάδια που τα έσκαβαν σε βάθος ως και τριάντα μέτρων, ανοίγοντας στοές που συνέδεαν δύο ή περισσότερα μεταξύ τους. Το αρχαίο υδραγωγείο δε, αναφέρεται σε διάφορες πηγές του διαδικτύου ως άρτιο από τεχνικής απόψεως, και σαν ένα από τα σπουδαιότερα τεχνικά έργα της αρχαιότητας, ενώ πιθανολογείται ότι κατασκευάστηκε το 528 ή 520 π.χ. αποτελούμενο από σήραγγα μήκους 5.500 μ. Οι κυριότερες αναφορές είναι αυτές της Αγγέλας Ταλέβη.
 
 
Το υδραγωγείο του Αγίου Λεοντίου (ομβροδέκτης)
Όπως είδαμε και παραπάνω λοιπόν, το ξωκλήσι του Αγίου Λεοντίου βρίσκεται στη θέση του από το 17ο αιώνα. Διαπιστώνεται ότι είναι τοποθετημένο πάνω σε θεμέλια αρχαίου ιερού, στο οροπέδιο κοντά στη Μονή Χρυσολεόντισσας, στην τοποθεσία του Μπουρδέχτη.
 
 
Η ονομασία αυτή αποτελεί παραφθορά του όρου “ομβροδέκτης”, που αντιπροσωπεύει το χαρακτηριστικό τύπο δεξαμενών που διατηρείται στην Αίγινα από την αρχαιότητα.Πρόκειται για τον κοινό "ομβροδέκτη", στον  οποίο συγκεντρώνονται τα όμβρια ύδατα. Παρά την έννοια του όρου, οι περισσότεροι ομβροδέκτες που  υπάρχουν μέχρι σήμερα, συνδυάζουν τη συλλογή των ομβρίων με την ύπαρξη κάποιας φυσικής υπόγειας ροής από πηγές. Η κατασκευή τους συνίσταται συνήθως από έναν συνδυασμό τεκτονικού τοίχου (ξερολιθιάς) και λαξευμένων κομματιών φυσικού βράχου από κάτω, ένα είδος τεχνικής χρησιμοποιούμενο σε πολλούς τύπους αρχαίων και νεότερων δεξαμενών. Το ακανόνιστο σχήμα των ομβροδεκτών αυτών είναι αποτέλεσμα αυτής της κατασκευαστικής μεθόδου, η οποία χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο (Κανελλόπουλος, 2007).
 
 
Το οροπέδιο του Αγίου Λεοντίου περιβάλλεται από λόφους που αποτελούνται από ηφαιστειακές λάβες. Έχει χονδρικά κυκλική μορφή με διάμετρο τριακοσίων μέτρων περίπου και αναπτύσσεται σε υψόμετρο 370 έως 360 μέτρων. Στην τοποθεσία αυτή λοιπόν, υπάρχει ένας αντίστοιχος ομβροδέκτης, που έδωσε το όνομά του στην αρχαιότατη περιοχή, όπου εντοπίζονται θραύσματα κεραμικών στοιχείων που προέρχονται -βάσει πληροφοριών- από τη μυκηναϊκή εποχή. Πρόκειται για ένα μικρό τοπικό υδραγωγείο που αποτελείται από ένα σύστημα υπογείων θαλάμων, στοών και τριών πηγαδιών, λαξευμένων στο φυσικό έδαφος, σε μέγιστο βάθος περίπου 6 μέτρων από την επιφάνεια.
 
Χάρτης οροπεδίου Αγίου Λεοντίου, στο βόρειο όριο του οποίου ευρίσκονται τα πηγάδια Νο 1, 2 και 3. (Στ. Χιώτης)
 
Η θέση του  ομβροδέκτη του Αγίου Λεοντίου είναι σοφά επιλεγμένη, στο σημείο φυσικής απορροής των ομβρίων του οροπεδίου προς βορρά.  Στην εγκόλπωση της ισοϋψούς των 360 μέτρων κοντά στον Άγιο Λεόντιο, αρχίζει ρεματιά που σημειώνεται με γαλάζια γραμμή. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το σύστημα φρεάτων και υπόγειων θαλάμων του ομβροδέκτη. Την συγκέντρωση των επιφανειακών νερών προς τον ομβροδέκτη (το σύστημα τριών φρεάτων και των υπόγειων θαλάμων αποθήκευσης, που αποτελούν το τοπικό υδραγωγείο) υποβοηθούν ξερολιθιές που κατευθύνουν  τη ροή των ομβρίων προς τα τρία φρέατα.
 
Χάρτης της περιοχής Παχειάς Ράχης, Αγίου Λεοντίου, Μονής Χρυσολεόντισσας
(Στ. Χιώτης)
Ο άξονας του υδραγωγείου, συνολικού μήκους 18 περίπου μέτρων, έχει διεύθυνση ΒΝ και άρχεται από ένα βορεινό μεγάλο παλιό πηγάδι, μέρος των τοιχωμάτων του οποίου έχει καταπέσει σε τέτοιο βαθμό, που δεν είναι πια κατακόρυφο, έχοντας σχηματίσει στη νότια πλευρά ένα κεκλιμένο τμήμα πρόσβασης στους υπόγειους χώρους, μήκους το πολύ 5 μέτρων, από το βόρειο τοίχωμα του πηγαδιού.
 
 
 
Πρόκειται ουσιαστικά για μια μικρή σήραγγα διατομής 1 επί 2 μ. που υπάρχει στο τέλος του κεκλιμένου διαδρόμου, και καταλήγει στην ευρύχωρη υπόγεια κεντρική αίθουσα – δεξαμενή του υδραγωγείου. Να σημειώσουμε εδώ, ότι στη λιθοδομή του βόρειου τοιχώματος του πρώτου αυτού πηγαδιού, εντοπίζονται ίχνη λατόμευσης λίθων μικρών διαστάσεων και παραλληλεπίπεδου σχήματος (κατά την αρχαία τεχνοτροπία) που ίσως να χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ανοικτών δοχείων νερού.
 
 
Η μεγάλη αίθουσα έχει μήκος επτά περίπου μέτρων κατά τον άξονα, και πλάτος πέντε, αλλά στα αριστερά της υπάρχει -σχεδόν κάθετα προς αυτήν- δεύτερη λαξευμένη τοξωτή αίθουσα με την οποία αποτελούν ενιαίο χώρο.
 
 
Η αίθουσα αυτή, ύψους 2,50 μέτρων, αρχικού πλάτους 4,50 μ., που γίνεται 3,50 μ. μετά το μισό του μήκους της που συνολικά είναι 6 περίπου μέτρα, καταλήγει σε μια εσοχή (κόγχη) βάθους μικρότερου του ενός μέτρου, τυφλή, με διατομή 1 επί 2 μ. με αψίδα.
 



 
Στην οροφή της μεγάλης αίθουσας, υπάρχει το μεσαίο πηγάδι του υδραγωγείου με ελλειπτική διατομή περίπου 2,20 επί 1,50 και βάθος 3 μέτρα (1 μ. χτισμένο με λιθοδομή) μέχρι την οροφή της αίθουσας, το ύψος της οποίας είναι άλλα 3 περίπου μέτρα. Ο άξονας της διατομής του αποκλίνει από τη διεύθυνση ΒΝ, σε ευθεία ΒΔ-ΝΑ.
 
 
Στη νότια πλευρά της μεγάλης αίθουσας ανοίγεται σήραγγα μάλλον μεταγενέστερη, με πλάτος 1,50 μ., αρχικό ύψος 2 μ. που φτάνει τα 4 – 5 μετά τα 3 πρώτα μέτρα μήκους, για να καταλήξει -μετά από άλλα 3 μέτρα- στο τρίτο (νότιο) πηγάδι του υδραγωγείου, ορθογωνικής διατομής 1,50 επί 1,00 μ., το οποίο μοιάζει σύγχρονο της τελευταίας σήραγγας.




 
Το πηγάδι αυτό είναι χτισμένο (λιθοδομή) στα 2 μέτρα της κορυφής του, και είναι καλυμμένο (όχι εντελώς) με τσιμεντένιο σκέπασμα, σε αντίθεση με το μεσαίο που είναι εντελώς ακάλυπτο.

 





Στα τοιχώματα των θαλάμων και των στοών αποτυπώνονται πέντε τουλάχιστον διαφορετικές στάθμες (στην πραγματικότητα διακρίνονται παραπάνω, αλλά οι στάθμες μπορεί να είναι άπειρες), πλην της χαμηλότερης υφιστάμενης (8/2013), με την υψηλότερη να πλησιάζει τα 2 μ. (1,80-1,90 από την επιφάνεια του δαπέδου), και δύο από τις υπόλοιπες (στο 1/4 και 1/2 του ύψους, δηλαδή στα 0,50 μ. και 1 μ. περίπου από το δάπεδο) να είναι απολύτως ξεκάθαρες, ειδικότερα εκείνη που βρίσκεται στο μέσον του ύψους. 
Η είσοδος στον Μπουρδέχτη είναι αδύνατη, όταν η στάθμη είναι ψηλά.

Κατά τη χειμερινή περίοδο, οι θάλαμοι γεμίζουν με ύδατα που υδρομαστεύονται από τα τοιχώματα, μέσω των κενών (διακλάσεων) που υπάρχουν στα στρώματα του υπεδάφους, στα οποία κινείται το νερό που καταλήγει από τις βροχές στα ψηλότερα επίπεδα των παρακείμενων λόφων, σχηματίζοντας έναν “κρεμαστό” υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα (η έννοια επεξηγείται παρακάτω) στη γεωλογική λεκάνη του οροπεδίου. Ενισχυτικά, το υδραγωγείο τροφοδοτείται και από άμεσης πτώσης όμβρια ύδατα, που καταλήγουν σε αυτό από την επιφάνεια του εδάφους.

Το μεσαίο πηγάδι και η κατάληξη της στοάς εισόδου

Η κατασκευαστική μέθοδος των ομβροδεκτών ανάγεται μεν στην Ελληνιστική περίοδο, αλλά στην τοποθεσία εντοπίζονται και ίχνη αρχαιότερης παρουσίας. Ο συγκεκριμένος ομβροδέκτης είναι δημιούργημα κάποιων αιώνων, που ίσως κατασκευάστηκε αρχικά εκείνη την εποχή (πιθανότατα πάνω σε ακόμη παλαιότερο έργο), και δέχτηκε σίγουρα μεταγενέστερες επεμβάσεις (διευρύνσεις) ανά τους αιώνες, με τις πιο σύγχρονες να ανάγονται πιθανώς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πρόκειται δε για τοπικό υδραγωγείο που δεν συνδέεται με κάποιο σύστημα διανομής του νερού σε άλλη τοποθεσία, αφού η υδροληψία πρέπει να γινόταν μόνο τοπικά μέσω των πηγαδιών, προφανώς με δοχεία συλλογής. Το οροπέδιο, εξάλλου, μοιάζει ικανό να είχε φιλοξενήσει μια παλαιότερη εποχή κάποιον οικισμό, κάτι το οποίο μαρτυρά και η παρουσία του υδραγωγείου, αλλά και του αρχαιότερου λατρευτικού χώρου.

Η κεκλιμένη στοά εισόδου
 
Κατά τη σύγχρονη (σημερινή) δε εποχή, και μερικά χρόνια παλαιότερα, το νερό του Μπουρδέχτη -το οποίο σημειωτέον δεν είναι καθαρό (είναι θολό)- αντλήθηκε και μεταφέρθηκε αρχικά μέσω μεταλλικού αγωγού και στη συνέχεια μέσω πλαστικού εύκαμπτου σωλήνα, στην παρακείμενη μονή, προφανώς αποθηκευόμενο στις δεξαμενές της, και πιθανώς φιλτραριζόμενο με τη μέθοδο της βαρύτητας, προς πόση ή και πότισμα.
 
Το πρώτο πηγάδι (είσοδος) 
Το συγκεκριμένο υδραγωγείο, όπως προέκυψε λοιπόν και από την επίσκεψη -αυτοψία- στο εσωτερικό του, δε σχετίζεται με κάποιο από τα αρχαία υδραγωγεία του νησιού ενισχύοντας την παροχή του, αλλά είναι εντελώς τοπικό και ανεξάρτητο.  Να σημειώσουμε εδώ βέβαια, ότι το νησί είναι διάσπαρτο από αρκετές ανοικτές στέρνες (σουβάλες), δηλαδή δεξαμενές οι οποίες συγκεντρώνουν νερά της βροχής (όμβρια), αλλά και υπόγεια νερά, και ανέκαθεν σχετίζονταν με το πρόβλημα  ύδρευσης του νησιού προσφέροντας τοπική υδροληψία. Στις κατασκευές αυτές, μάλιστα, μπορεί να ταιριάζει και η ορθή (κυριολεκτική) έννοια του ομβροδέκτη, αν η πηγή υδροδοσίας είναι μόνο τα όμβρια και όχι τα υπόγεια ύδατα.


 "Ομβροδέκτης" κοινός (σουβάλα) χωρίς υπόγειους θαλάμους (Ναός Ελλανίου Διός)

Ο  Μπουρδέχτης του Αγίου Λεοντίου είναι έργο έξυπνο και μοναδικό, γιατί συνδυάζει τροφοδοσία από όμβρια με ταυτόχρονη υδρομάστευση “κρεμαστού” φρεάτιου ορίζοντα. Διαφέρει από τους άλλους ομβροδέκτες που έχουν μεγάλο επιφανειακό άνοιγμα, χωρίς να διαθέτουν υπόγειους θαλάμους. Επίσης δεν χρειάζεται στεγανοποίηση με κονίαμα, όπως οι κοινοί ομβροδέκτες, γιατί το ίδιο το πέτρωμα είναι αργιλώδες και στεγανό. Στην ιδιομορφία αυτή οφείλεται και ο σχηματισμός του προαναφερόμενου “κρεμαστού” υδροφόρου: τα περιβάλλοντα πετρώματα είναι λάβες με πυκνές διακλάσεις, με αποτέλεσμα να είναι υδροπερατές. Στο οροπέδιο  οι λάβες καλύπτονται από αργιλικό πέτρωμα, ίσως ηφαιστειακούς τόφφους, που εξασφαλίζουν στεγανότητα και συγκρατούν όμβρια νερά. Έτσι σχηματίζεται ο επικρεμάμενος υδροφόρος ορίζοντας, που αναπτύσσεται (κρέμεται) επάνω στο αργιλικό πέτρωμα, κάτω από το οποίο βρίσκονται οι υδροπερατές λάβες που περιβάλλουν κυκλικά το οροπέδιο.


Το μεγαλύτερο τμήμα του νησιού αποτελείται από ηφαιστειακά πετρώματα, τα παλαιότερα του ηφαιστειακού τόξου του νοτίου Αιγαίου, με ηλικίες μεταξύ 3,87 και 4,4 εκατομμυρίων ετών. Η Αίγινα ανήκει στο ίδιο ηφαιστειακό σύμπλεγμα με το Σουσάκι, τα Μέθανα και τον Πόρο, αλλά το ηφαίστειό της δεν έχει ενεργή εκρηκτική δραστηριότητα κατά τα ιστορικά χρόνια, οπότε θεωρείται αδρανές. Η πιο πρόσφατη γεωλογικά ηφαιστειακή δραστηριότητα στην Ελλάδα ξεκίνησε πριν από περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα παλαιότερα ηφαιστειακά γεγονότα αυτής της περιόδου συνέβησαν στο Σουσάκι, την Αίγινα και τον Πόρο, ενώ τα πιο πρόσφατα ηφαιστειακά κέντρα δημιουργήθηκαν στα Μέθανα, τη Σαντορίνη και τη Νίσυρο (περίπου 1 εκατομμύριο έτη). Τα ενεργά ηφαίστεια της Ελλάδας σχηματίζουν το «ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου», μια ηφαιστειακή ζώνη με μήκος 500 χλμ. και πλάτος 20-40 χλμ. 

 
Σημείωση: Κατά την επίσκεψη εισόδου στο εσωτερικό του Μπουρδέχτη (8/8/2013) έλαβα εκτός από τις φωτογραφίες, και δείγμα από το νερό για χημική ανάλυση, όπως επίσης και δείγμα από το υλικό των τοιχωμάτων προς εξέταση. Π.Δ.
 
Κείμενο: Παναγιώτης Δευτεραίος με σημαντικές προσθήκες του Στάθη Χιώτη, ειδικότερα στα γεωλογικής & υδρολογικής φύσεως ζητήματα που σχετίζονται με το υδραγωγείο του Αγ. Λεοντίου
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Δευτεραίος
Χάρτες: Στάθης Χιώτης (Δρ. Μεταλλειολόγος Μηχανικός, πρ. Διευθυντής & Σύμβουλος Ι.Γ.Μ.Ε.) 
Δραστηριότητα: αστική σπηλαιολογία (urban speleology) 
Συμμετείχαν: (1η επίσκεψη) Γεωργία Μπουρμπούλη, Παναγιώτης Δευτεραίος, 

(2η επίσκεψη) Στάθης Χιώτης, Effie Photos-Jones, Richard Jones, Π. Δ.
Πληροφορίες κειμένου:

Φλώρα Αλυφαντή, Ο τόπος μου η Αίγινα, Αίγινα 2001
Ιστορικόν Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσολεοντίσσης Αιγίνης, Αθήνα 2007
Γεωργία Κουλικούρδη, Αίγινα Ι, Αθήνα 1990
Χαράλαμπος Πέννας, Η Βυζαντινή Αίγινα, Αθήνα 2004
Ξένη Πετρίτου-Τριανταφύλλου, Παλιαχώρα, Αθήνα 2011

Μενέλαος Τσικλίδης, Αττική η μαγική γη (τόμος Α΄), Αθήνα 1998
Ιωάννης Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα & Αττική, Αθήνα 1999
Αγγέλα Ταλέβη, Αρχαία μνημεία της Αίγινας
Βασίλειος Κανελλόπουλος, Πληροφοριακό σύστημα αρχαίων ελληνικών υδραυλικών έργων, Αθήνα 2007
Ελληνικά Ηφαίστεια


Το συγκεκριμένο φωτογραφικό υλικό, η αποτύπωση και οι χάρτες της θέσης του υδραγωγείου του Αγ. Λεοντίου δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδεια των δικαιούχων. 

 
Ιδιαίτερες ευχαριστίες: Στον κ. Στάθη Χιώτη για την άριστη συνεργασία, από τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του οποίου προέκυψε το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου για το υδραγωγείο του Αγίου Λεοντίου, μετά από συζήτηση κατά την επίσκεψή μας στον Μπουρδέχτη, και φυσικά την κυρία Effie Photos-Jones και τον κ. Richard Jones, για τις ουσιώδεις παρατηρήσεις τους στο πεδίο, και περισσότερο για την πολύ ευγενική και εξαίρετη φιλοξενία τους.   Π. Δευτεραίος

Πηγή: ΑΣΤΙΚΗ ΣΠΗΛΑΙΟΛΟΓΙΑ